A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐσέχυντο — εἰσχέω pour in aor ind mid 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισχέω — εἰσχέω (Α) 1. χύνω μέσα 2. παθ. (για πρόσ.) χύνομαι ορμητικά, ορμώ («ἐσέχυντο πόλιν») 3. εισέρχομαι … Dictionary of Greek